ἐξακολουθοῦντα

ἐξακολουθοῦντα
ἐξακολουθέω
follow
pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἐξακολουθέω
follow
pres part act masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσεπιδράσσομαι — και αττ. τ. προσεπιδράττομαι Α 1. αρπάζω κάτι για τον εαυτό μου και τό οικειοποιούμαι («τῆς Ἀσίας βούλονταί τινα προσεπιδράττεσθαι», Πολ.) 2. μτφ. επισύρω κάτι εναντίον μου («προσεπιδραττομένους ἅμα καὶ τὸν ἐξακολουθοῡντα τοῑς τοιούτοις φθόνον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”